ζῷον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ζῷον | ζῴω | ζῷα |
Γενική | ζῴου | ζῴοιν | ζῴων |
Δοτική | ζῴῳ | ζῴοιν | ζῴοις |
Αιτιατική | ζῷον | ζῴω | ζῷα |
Κλητική | ζῷον | ζῴω | ζῷα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζῷον ουδέτερο