ηγερία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηγερία | οι | ηγερίες |
γενική | της | ηγερίας | των | ηγεριών |
αιτιατική | την | ηγερία | τις | ηγερίες |
κλητική | ηγερία | ηγερίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηγερία < (λόγιο δάνειο) γαλλική égérie < λατινική Egeria
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηγερία θηλυκό και Ηγερία
- μορφωμένη γυναίκα με μεγάλη επιρροή σε πνευματικά θέματα
- «Ηγερία: προικισμένη γυναίκα που παραστέκεται, συμβουλεύει, που εμπνέει και ασκεί επιρροή στην πολιτική, πνευματική ή καλλιτεχνική δραστηριότητα κάποιου». Αυτός είναι ο ορισμός που δίνει το λεξικό της κοινής νεοελληνικής, του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, γι’ αυτό το είδος ξεχωριστών γυναικών. Ο ρόλος της είναι συνήθως απόρροια εξαιρετικών αισθημάτων που τρέφει κάποιος για την ηγερία. Στην τέχνη, για να σταθούμε μόνο σε έναν από τους τομείς της επιρροής τους, οι ηγερίες προσφέρουν συγκινήσεις που μέσω των εμπνεομένων καλλιτεχνών μεταφράζονται σε στίχους, εικόνες, παραστάσεις, μουσικά έργα. (εφημερίδα Καθημερινή, 31/3/2004)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηγερία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)