ηγουμενικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηγουμενικός η ηγουμενική το ηγουμενικό
      γενική του ηγουμενικού της ηγουμενικής του ηγουμενικού
    αιτιατική τον ηγουμενικό την ηγουμενική το ηγουμενικό
     κλητική ηγουμενικέ ηγουμενική ηγουμενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηγουμενικοί οι ηγουμενικές τα ηγουμενικά
      γενική των ηγουμενικών των ηγουμενικών των ηγουμενικών
    αιτιατική τους ηγουμενικούς τις ηγουμενικές τα ηγουμενικά
     κλητική ηγουμενικοί ηγουμενικές ηγουμενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηγουμενικός < ηγούμενος

Επίθετο[επεξεργασία]

ηγουμενικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]