ηδονιστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ηδονιστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηδονίζομαι
  2. θα ηδονιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηδονίζομαι