ηδυγλωσσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηδυγλωσσία < ελληνιστική κοινή ἡδυγλωσσία < αρχαία ελληνική ἡδύγλωσσος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηδυγλωσσία θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ηδύγλωσσος, η ιδιότητα του ηδύγλωσσου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηδυγλωσσία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)