ηδυλόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηδυλόγος η ηδυλόγος
ηδυλόγα
το ηδυλόγο
      γενική του ηδυλόγου της ηδυλόγου
ηδυλόγας
του ηδυλόγου
    αιτιατική τον ηδυλόγο την ηδυλόγο
ηδυλόγα
το ηδυλόγο
     κλητική ηδυλόγε ηδυλόγε
ηδυλόγα
ηδυλόγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηδυλόγοι οι ηδυλόγοι
ηδυλόγες
τα ηδυλόγα
      γενική των ηδυλόγων των ηδυλόγων των ηδυλόγων
    αιτιατική τους ηδυλόγους τις ηδυλόγους
ηδυλόγες
τα ηδυλόγα
     κλητική ηδυλόγοι ηδυλόγοι
ηδυλόγες
ηδυλόγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηδυλόγος < αρχαία ελληνική ἡδύλογος / ἡδυλόγος

Επίθετο[επεξεργασία]

ηδυλόγος, -ος/-α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]