ηδύφωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηδύφωτος η ηδύφωτη το ηδύφωτο
      γενική του ηδύφωτου της ηδύφωτης του ηδύφωτου
    αιτιατική τον ηδύφωτο την ηδύφωτη το ηδύφωτο
     κλητική ηδύφωτε ηδύφωτη ηδύφωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηδύφωτοι οι ηδύφωτες τα ηδύφωτα
      γενική των ηδύφωτων των ηδύφωτων των ηδύφωτων
    αιτιατική τους ηδύφωτους τις ηδύφωτες τα ηδύφωτα
     κλητική ηδύφωτοι ηδύφωτες ηδύφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηδύφωτος < ηδύς + φως + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ηδύφωτος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]