Μετάβαση στο περιεχόμενο

ηθικολογώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηθικολογώ < ηθικολόγος + ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) moraliser)

ηθικολογώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]