ηθικότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηθικότητα < (καθαρεύουσα) ηθικότης < ηθικός + -ότης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.θiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηθικότητα θηλυκό