ηθικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἠθικῶς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηθικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἠθικῶς < ἠθικός. Συγχρονικά αναλύεται σε ηθικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ηθικώς

  • «ηθικός (& ηθικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)