ηθογράφηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηθογράφηση | οι | ηθογραφήσεις |
γενική | της | ηθογράφησης* | των | ηθογραφήσεων |
αιτιατική | την | ηθογράφηση | τις | ηθογραφήσεις |
κλητική | ηθογράφηση | ηθογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηθογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηθογράφηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η αφηγηματική ή περιγραφική παρουσίαση του ήθους, του χαρακτήρα και της προσωπικότητας κάποιου μέσα από τα λόγια ή τις πράξεις του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηθογράφηση
|