ηθογραφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηθογραφώ < (ελληνιστική κοινή) ἠθογραφέω, -ῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ηθογραφώ
- περιγράφω το ήθος, το χαρακτήρα ενός προσώπου
- να ηθογραφήσετε την Ελένη με τα στοιχεία που παρέχει η ενότητα της «Τειχοσκοπίας» (από το σχολικό βιβλίο "Ομηρικά Έπη: Ιλιάδα", σ.54)
- γράφω ηθογραφίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηθογραφώ