ηθογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηθογραφώ < (ελληνιστική κοινή) ἠθογραφέω, -ῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ηθογραφώ

  1. περιγράφω το ήθος, το χαρακτήρα ενός προσώπου
    να ηθογραφήσετε την Ελένη με τα στοιχεία που παρέχει η ενότητα της «Τειχοσκοπίας» (από το σχολικό βιβλίο "Ομηρικά Έπη: Ιλιάδα", σ.54)
  2. γράφω ηθογραφίες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]