ηλεκτρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρικός < διαγλωσσική ορολογία electr(o)- < αγγλική electric ή γαλλική électrique < λατινική electricus< αρχαία ελληνική ἤλεκτρον + -ικός[1]
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1766
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.le.ktɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λε‐κτρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ηλεκτρικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό
- ↪ το ηλεκτρικό δίκτυο του σπιτιού
- που λειτουργεί με ηλεκτρισμό
- ↪ ηλεκτρική συσκευή
- (μουσική) που παράγει μη φυσικό ήχο ή ενισχύει τον φυσικό του ήχο με ηλεκτρισμό
- ↪ ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρικό πιάνο
[επεξεργασία]
- ηλεκτρίζω
- ηλεκτρικά
- ηλεκτρικό (ουσιαστικό)
- ηλέκτριση
- ηλεκτρισμός
- ηλεκτρο- και ηλεκτρό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ηλεκτρο- στο Βικιλεξικό
- → και δείτε τη λέξη ήλεκτρο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ηλεκτρική εγκατάσταση
- ηλεκτρική ενέργεια
- ηλεκτρική καρέκλα
- ηλεκτρική μηχανή
- ηλεκτρική σκούπα
- ηλεκτρικό κύκλωμα
- ηλεκτρικό ρεύμα
- ηλεκτρικό φορτίο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρικός αρσενικό
- σιδηρόδρομος που κινείται με ηλεκτρισμό
- (συνεκδοχικά) σταθμός επιβίβασης / αποβίβασης του παραπάνω σιδηρόδρομου
[επεξεργασία]
- ↑ ηλεκτρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)