ηλεκτρολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρολόγος < ηλεκτρολογ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: {{δαν|fr|el|électrologie]] < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον, ηλεκτρο- + -λόγος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.lɛ.ktɾɔˈlɔ.ɣɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- τεχνίτης ή επιστήμονας που ασχολείται επαγγελματικά με τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις ή γενικότερα με την ηλεκτρολογία
[επεξεργασία]
- ηλεκτρολογείο
- ηλεκτρολογία
- ηλεκτρολογικός
- → δείτε τις λέξεις ήλεκτρο και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρολόγος