ηλεκτρομάλαξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτρομάλαξη οι ηλεκτρομαλάξεις
      γενική της ηλεκτρομάλαξης* των ηλεκτρομαλάξεων
    αιτιατική την ηλεκτρομάλαξη τις ηλεκτρομαλάξεις
     κλητική ηλεκτρομάλαξη ηλεκτρομαλάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλεκτρομαλάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλεκτρομάλαξη < ηλεκτρο- + μάλαξη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική électromassage[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηλεκτρομάλαξη θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. ηλεκτρομάλαξηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα))