ηλεκτρομειωτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλεκτρομειωτήρας οι ηλεκτρομειωτήρες
      γενική του ηλεκτρομειωτήρα των ηλεκτρομειωτήρων
    αιτιατική τον ηλεκτρομειωτήρα τους ηλεκτρομειωτήρες
     κλητική ηλεκτρομειωτήρα ηλεκτρομειωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλεκτρομειωτήρας < ηλεκτρο- + μειωτήρας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.lek.tɾo.mi.oˈti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λεκ‐τρο‐μει‐ω‐τή‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηλεκτρομειωτήρας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]