ηλεκτρομεταλλουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρομεταλλουργία < ηλεκτρο- + μεταλλουργία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρομεταλλουργία θηλυκό
- κλάδος της μεταλλουργίας που χρησιμοποιεί τον ηλεκτρισμό για την μετατροπή των μεταλλευμάτων, μετάλλων, κραμάτων, κ.α.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρομεταλλουργία