ηλεκτρονόμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηλεκτρονόμος < ηλεκτρο- + -νόμος ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) relais)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηλεκτρονόμος αρσενικό
- → δείτε τη λέξη ρελέ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηλεκτρονόμος
|