ηλεκτροπαραγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηλεκτροπαραγωγή | ||
γενική | της | ηλεκτροπαραγωγής | ||
αιτιατική | την | ηλεκτροπαραγωγή | ||
κλητική | ηλεκτροπαραγωγή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.lek.tɾo.pa.ɾa.ɣoˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λεκ‐τρο‐πα‐ρα‐γω‐γή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτροπαραγωγή θηλυκό, μόνο στον ενικό
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτροπαραγωγή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ηλεκτρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -παραγωγή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)