ηλεκτροπαραγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτροπαραγωγός < ηλεκτρο- + -παραγωγός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτροπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- άνθρωπος που διαθέτει μονάδα ηλεκτροπαραγωγής
Επίθετο[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ηλεκτροπαραγωγός | το | ηλεκτροπαραγωγό | ||
γενική | του/της | ηλεκτροπαραγωγού | του | ηλεκτροπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/την | ηλεκτροπαραγωγό | το | ηλεκτροπαραγωγό | ||
κλητική | ηλεκτροπαραγωγέ | ηλεκτροπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ηλεκτροπαραγωγοί | τα | ηλεκτροπαραγωγά | ||
γενική | των | ηλεκτροπαραγωγών | των | ηλεκτροπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | ηλεκτροπαραγωγούς | τα | ηλεκτροπαραγωγά | ||
κλητική | ηλεκτροπαραγωγοί | ηλεκτροπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- που παράγει ηλεκτρισμό
- ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη (ηλεκτρογεννήτριες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτροπαραγωγός
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα ηλεκτρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -παραγωγός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ός -ός -ό' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εξαγωγός' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)