ηλεκτροπαραγωγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλεκτροπαραγωγός < ηλεκτρο- + -παραγωγός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ηλεκτροπαραγωγός οι ηλεκτροπαραγωγοί
      γενική του/της ηλεκτροπαραγωγού των ηλεκτροπαραγωγών
    αιτιατική τον/την ηλεκτροπαραγωγό τους/τις ηλεκτροπαραγωγούς
     κλητική ηλεκτροπαραγωγέ ηλεκτροπαραγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ηλεκτροπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ηλεκτροπαραγωγός το ηλεκτροπαραγωγό
      γενική του/της ηλεκτροπαραγωγού του ηλεκτροπαραγωγού
    αιτιατική τον/την ηλεκτροπαραγωγό το ηλεκτροπαραγωγό
     κλητική ηλεκτροπαραγωγέ ηλεκτροπαραγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλεκτροπαραγωγοί τα ηλεκτροπαραγωγά
      γενική των ηλεκτροπαραγωγών των ηλεκτροπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις ηλεκτροπαραγωγούς τα ηλεκτροπαραγωγά
     κλητική ηλεκτροπαραγωγοί ηλεκτροπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]