ηλεκτροφόρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτροφόρηση < ηλεκτροφόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτροφόρηση θηλυκό
- (χημεία), (βιοχημεία): μέθοδος διαχωρισμού σωματιδίων που φέρουν διαφορετικά ηλεκτρικά φορτία, η οποία πραγματοποιείται σε ειδική συσκευή με κατάλληλο ρυθμιστικό διάλυμα.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- πρόκειται για βασική μέθοδο διαχωρισμού αμινοξέων, πεπτιδίων, πρωτεϊνών κ.ά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτροφόρηση