ηλεκτροϋδραυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτροϋδραυλικός < ηλεκτρισμός + -ο- + υδραυλικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ηλεκτροϋδραυλικός
- που αφορά κάποιον που λειτουργεί με ηλεκτρισμό και υδραυλικές μεθόδους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ηλεκτρισμός και υδραυλικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτροϋδραυλικός
|