ηλιάλευρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλιάλευρο < ηλιόσπορος + άλευρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιάλευρο ουδέτερο
- άλευρο που προέρχεται από την άλεση και επεξεργασία του ηλιόσπορου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιάλευρο
|