ηλιέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηλιέλαιο | τα | ηλιέλαια |
γενική | του | ηλιέλαιου | των | ηλιέλαιων |
αιτιατική | το | ηλιέλαιο | τα | ηλιέλαια |
κλητική | ηλιέλαιο | ηλιέλαια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλιέλαιο < ηλί(ανθος) + -έλαιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιέλαιο ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ηλιέλαιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιέλαιο