ηλιοβαλβίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιοβαλβίδα θηλυκό
- μηχανισμός (βαλβίδα) που διακόπτει μια διαδικασία (π.χ. παροχή αερίου για τον φωτισμό φάρου), μόλις εμφανιστεί το φως του ήλιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιοβαλβίδα
|