ηλιολατρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλιολατρικός < ηλιολατρία
Επίθετο[επεξεργασία]
ηλιολατρικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ηλιολατρία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιολατρικός