ηλιοπληξία
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιοπληξία θηλυκό
- ηλίαση, ασθένεια που προκαλείται από έκθεση του οργανισμού σε έντονο ηλιακό φως, συνήθως για μεγάλη χρονική διάρκεια
- ζημιά που προκαλείται σε μετεωρολογικά όργανα και άλλες συσκευές λόγω έκθεσης στο ηλιακό φως