Μετάβαση στο περιεχόμενο

ηλιοροφή

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιοροφή οι ηλιοροφές
      γενική της ηλιοροφής των ηλιοροφών
    αιτιατική την ηλιοροφή τις ηλιοροφές
     κλητική ηλιοροφή ηλιοροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αυτοκίνητο με ηλιοροφή

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηλιοροφή < ήλιος + οροφή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.li.o.ɾoˈfi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηλιοροφή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]