Μετάβαση στο περιεχόμενο

ηλιοσκοπία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιοσκοπία οι ηλιοσκοπίες
      γενική της ηλιοσκοπίας των ηλιοσκοπιών
    αιτιατική την ηλιοσκοπία τις ηλιοσκοπίες
     κλητική ηλιοσκοπία ηλιοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηλιοσκοπία < ηλιο- + -σκοπία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηλιοσκοπία θηλυκό

  1. η παρατήρηση του Ήλιου χάρη στο ηλιοσκόπιο
  2. μαντική βάσει της παρατήρησης του Ήλιου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]