ηλιόσκονη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηλιόσκονη θηλυκό
- σκόνη (αιωρούμενα σωματίδια) που προέρχεται από την επιφάνεια του ηλίου
- η σκόνη που φαίνεται να αιωρείται σε μία ακτίνα φωτός