ηλιόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλιόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heliophilous < αρχαία ελληνική ἥλιος + φίλος
Επίθετο[επεξεργασία]
ηλιόφιλος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιόφιλος