ηλιόχαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ηλιόχαρος, -η, -ο
- που χαίρεται όντας λουσμένος στο φως του ήλιου
- ※ και στ’ ανθισμένα λιβάδια, ο ηλιόχαρος όταν / τραγουδιστής, το θεσπέσιο τζιτζίκι, / τα μεσημέρια σφυρίζει (Αριστοφάνης, Όρνιθες, στ. 1145-7, μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου)
- άλλη μορφή του ηλιόφιλος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιόχαρος
|