ημίθεος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ημίθεος | οι | ημίθεοι |
γενική | του | ημίθεου | των | ημίθεων |
αιτιατική | τον | ημίθεο | τους | ημίθεους |
κλητική | ημίθεε | ημίθεοι | ||
όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημίθεος < αρχαία ελληνική ἡμίθεος < ἡμί- + θεός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημίθεος αρσενικό
- (μυθολογία) ήρωας που γεννήθηκε από την ένωση θεού με άνθρωπο
- (μεταφορικά) άντρας εξαιρετικής ανδρείας ή ομορφιάς