ημίμαυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημίμαυρος η ημίμαυρη το ημίμαυρο
      γενική του ημίμαυρου της ημίμαυρης του ημίμαυρου
    αιτιατική τον ημίμαυρο την ημίμαυρη το ημίμαυρο
     κλητική ημίμαυρε ημίμαυρη ημίμαυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημίμαυροι οι ημίμαυρες τα ημίμαυρα
      γενική των ημίμαυρων των ημίμαυρων των ημίμαυρων
    αιτιατική τους ημίμαυρους τις ημίμαυρες τα ημίμαυρα
     κλητική ημίμαυροι ημίμαυρες ημίμαυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημίμαυρος < ημι- + μαύρος

Επίθετο[επεξεργασία]

ημίμαυρος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]