ημίονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ημίονος | οι | ημίονοι |
γενική | του | ημιόνου & ημίονου |
των | ημιόνων |
αιτιατική | τον | ημίονο | τους | ημιόνους & ημίονους |
κλητική | ημίονε | ημίονοι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ημίονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἡμίονος < ἡμι- + ὄνος (όνος κατά το ήμισυ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ημίονος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το μουλάρι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ημίονος
→ δείτε τη λέξη μουλάρι |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ημί- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)