ημιάξονας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ημιάξονας αρσενικό
- μισός άξονας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ημιάξονας
|
ημιάξονας αρσενικό
|