ημιαμινάλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιαμινάλη οι ημιαμινάλες
      γενική της ημιαμινάλης των ημιαμιναλών
    αιτιατική την ημιαμινάλη τις ημιαμινάλες
     κλητική ημιαμινάλη ημιαμινάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιαμινάλη < (λόγιο δάνειο) αγγλική hemiaminal(Χρειάζεται τεκμηρίωση…). Μορφολογικά, ημι- + αμινάλη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.mi.aˈmi.na.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μι‐α‐μι‐νά‐λη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημιαμινάλη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]