ημιαμινάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιαμινάλη < (λόγιο δάνειο) αγγλική hemiaminal(Χρειάζεται τεκμηρίωση…). Μορφολογικά, ημι- + αμινάλη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.mi.aˈmi.na.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐α‐μι‐νά‐λη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημιαμινάλη θηλυκό
- (χημική ένωση) αζωτούχα οργανική χημική ένωση που φέρει στο μόριό ως χαρακτηριστική ομάδα μία αμινομάδα και μία υδροξυλομάδα που συνδέονται με το ίδιο άτομο άνθρακα και με μοριακό τύπο -C(OH)(NR2)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιαμινάλη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λέξεις με πρόθημα ημι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημικές ενώσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)