ημιαναίσθητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιαναίσθητος η ημιαναίσθητη το ημιαναίσθητο
      γενική του ημιαναίσθητου της ημιαναίσθητης του ημιαναίσθητου
    αιτιατική τον ημιαναίσθητο την ημιαναίσθητη το ημιαναίσθητο
     κλητική ημιαναίσθητε ημιαναίσθητη ημιαναίσθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιαναίσθητοι οι ημιαναίσθητες τα ημιαναίσθητα
      γενική των ημιαναίσθητων των ημιαναίσθητων των ημιαναίσθητων
    αιτιατική τους ημιαναίσθητους τις ημιαναίσθητες τα ημιαναίσθητα
     κλητική ημιαναίσθητοι ημιαναίσθητες ημιαναίσθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιαναίσθητος < ημι- + αναίσθητος

Επίθετο[επεξεργασία]

ημιαναίσθητος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]