ημιαυτόματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιαυτόματος η ημιαυτόματη το ημιαυτόματο
      γενική του ημιαυτόματου της ημιαυτόματης του ημιαυτόματου
    αιτιατική τον ημιαυτόματο την ημιαυτόματη το ημιαυτόματο
     κλητική ημιαυτόματε ημιαυτόματη ημιαυτόματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιαυτόματοι οι ημιαυτόματες τα ημιαυτόματα
      γενική των ημιαυτόματων των ημιαυτόματων των ημιαυτόματων
    αιτιατική τους ημιαυτόματους τις ημιαυτόματες τα ημιαυτόματα
     κλητική ημιαυτόματοι ημιαυτόματες ημιαυτόματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιαυτόματος < ημι- + αυτόματος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική semiautomatique < semi (αρχαία ελληνική ἡμι- + αὐτόματον [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.mi.aˈfto.ma.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μι‐αυ‐τό‐μα‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ημιαυτόματος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ημι-, μισο- και αυτόματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]