ημιαυτόματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιαυτόματος < ημι- + αυτόματος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική semiautomatique < semi (αρχαία ελληνική ἡμι- + αὐτόματον [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.mi.aˈfto.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐αυ‐τό‐μα‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ημιαυτόματος, -η, -ο
- όχι εντελώς αυτόματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ημι-, μισο- και αυτόματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιαυτόματος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ημιαυτόματος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ημι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτό- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)