ημιειδικευμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιειδικευμένος η ημιειδικευμένη το ημιειδικευμένο
      γενική του ημιειδικευμένου της ημιειδικευμένης του ημιειδικευμένου
    αιτιατική τον ημιειδικευμένο την ημιειδικευμένη το ημιειδικευμένο
     κλητική ημιειδικευμένε ημιειδικευμένη ημιειδικευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιειδικευμένοι οι ημιειδικευμένες τα ημιειδικευμένα
      γενική των ημιειδικευμένων των ημιειδικευμένων των ημιειδικευμένων
    αιτιατική τους ημιειδικευμένους τις ημιειδικευμένες τα ημιειδικευμένα
     κλητική ημιειδικευμένοι ημιειδικευμένες ημιειδικευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιειδικευμένος < ημι- + ειδικευμένος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semiskilled)

Μετοχή[επεξεργασία]

ημιειδικευμένος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]