ημιειδικευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιειδικευμένος < ημι- + ειδικευμένος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semiskilled)
Μετοχή[επεξεργασία]
ημιειδικευμένος
- που έχει ειδικευτεί μόνο σε κάποια ή σε λίγες δεξιότητες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιειδικευμένος