ημιθόλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιθόλιο τα ημιθόλια
      γενική του ημιθολίου
ημιθόλιου
των ημιθολίων
    αιτιατική το ημιθόλιο τα ημιθόλια
     κλητική ημιθόλιο ημιθόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιθόλιο < ημι- + θόλ(ος) + -ιο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.miˈθo.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μι‐θό‐λι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημιθόλιο ουδέτερο[1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ημιθόλιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)