ημικυκλικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ημικυκλικά < ημικυκλικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ημικυκλικά
- σε σχήμα μισού κύκλου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημικυκλικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ημικυκλικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ημικυκλικό