ημιολία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ημιολία | οι | ημιολίες |
γενική | της | ημιολίας | των | ημιολιών |
αιτιατική | την | ημιολία | τις | ημιολίες |
κλητική | ημιολία | ημιολίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιολία < ημι- + → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημιολία θηλυκό
- τύπος ιστιοφόρου πλοίου δύο κατηγοριών:
- εμπορικό ή πολεμικό πλοίο που είχε δύο ιστούς (δικάταρτο) με τετραγωνικά ιστία (πανιά) στον πρωραίο ιστό, δηλαδή ακάτιο, δολώνιο (απλό ή διπλό) και προΐστια: φωσώνιο, παραδολώνιο και αρτέμωνες, ενώ στον πρυμναίο ιστό έφερε τριγωνικά ιστία: επίδρομο και λαίφο
- ≈ συνώνυμα: γολέτα, σκούνα, γολετόβρικο ή μυοπάρωνας
- εμπορικό ή πολεμικό πλοίο που είχε επίσης δύο ιστούς (δικάταρτο) στους οποίους και έφερε την ίδια ιστιοφορία του πρωραίου ιστού καθώς και αφαιρετό ακάτιο (ιστό) στη πρύμνη για ουριοδρομία
- εμπορικό ή πολεμικό πλοίο που είχε δύο ιστούς (δικάταρτο) με τετραγωνικά ιστία (πανιά) στον πρωραίο ιστό, δηλαδή ακάτιο, δολώνιο (απλό ή διπλό) και προΐστια: φωσώνιο, παραδολώνιο και αρτέμωνες, ενώ στον πρυμναίο ιστό έφερε τριγωνικά ιστία: επίδρομο και λαίφο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιολία
|