ημιπερατός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ημιπερατός < ημι- + περατός < αρχαία ελληνική περατός < περάω / περῶ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semipermeable)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.mi.pe.ɾaˈtos/
Επίθετο
[επεξεργασία]ημιπερατός, ή, -ό
- που είναι περατός μόνο για κάποια συστατικά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ημιπερατός