ημιυπόγειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιυπόγειος η ημιυπόγεια το ημιυπόγειο
      γενική του ημιυπόγειου της ημιυπόγειας του ημιυπόγειου
    αιτιατική τον ημιυπόγειο την ημιυπόγεια το ημιυπόγειο
     κλητική ημιυπόγειε ημιυπόγεια ημιυπόγειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιυπόγειοι οι ημιυπόγειες τα ημιυπόγεια
      γενική των ημιυπόγειων των ημιυπόγειων των ημιυπόγειων
    αιτιατική τους ημιυπόγειους τις ημιυπόγειες τα ημιυπόγεια
     κλητική ημιυπόγειοι ημιυπόγειες ημιυπόγεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιυπόγειος < ημι- + υπόγειος

Επίθετο[επεξεργασία]

ημιυπόγειος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]