Μετάβαση στο περιεχόμενο

ηπαρίνη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηπαρίνη οι ηπαρίνες
      γενική της ηπαρίνης των ηπαρινών
    αιτιατική την ηπαρίνη τις ηπαρίνες
     κλητική ηπαρίνη ηπαρίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηπαρίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική héparine[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηπαρίνη θηλυκό

  • (ιατρική, φαρμακευτική) ένα ενέσιμο αντιπηκτικό φάρμακο ταχείας δράσης που χρησιμοποιείται για την πρόληψη και θεραπεία θρομβώσεων
      Πρόσφατες μελέτες έχουν αναδείξει ότι η χορήγηση ηπαρίνης μπορεί να έχει ωφέλιμη επίδραση στην ελκώδη κολίτιδα. Η επίδραση αυτή μπορεί να οφείλεται αφʼ ενός μεν στις γνωστές αντιπηκτικές ιδιότητες της ηπαρίνης, αφʼ ετέρου δε στις λιγότερο γνωστές ανοσορρυθμιστικές, αντιφλεγμονώδεις και επουλωτικές δράσεις της.
    Ζέζος Πέτρος, Ο ρόλος της ηπαρινής χαμηλού μοριακού βάρους στη θεραπεία της ελκώδους κολίτιδας, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Επιστημών Υγείας, Τμήμα Ιατρικής, Τομέας Παθολογίας, Κλινική Β' Προπαιδευτική Παθολογική Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 166

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη ήπαρ

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ηπαρίνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  • ηπαρίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)