ηπειρογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηπειρογένεση | οι | ηπειρογενέσεις |
γενική | της | ηπειρογένεσης* | των | ηπειρογενέσεων |
αιτιατική | την | ηπειρογένεση | τις | ηπειρογενέσεις |
κλητική | ηπειρογένεση | ηπειρογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηπειρογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηπειρογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épirogenèse < αρχαία ελληνική ἤπειρος + γένεσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηπειρογένεση θηλυκό
- (γεωλογία) γεωλογικές και άλλες μεταβολές που οδήγησαν στον σχηματισμό των ηπείρων ή συντελούν στην διαμόρφωσή τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηπειρογένεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)