ηπιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηπιότητα < (καθαρεύουσα) ηπιότης < (ελληνιστική κοινή) ἠπιότης < ἤπιος + -ότης (>-ότητα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.piˈo.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηπιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ήπιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηπιότητα
|