ηρωίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηρωίνη | οι | ηρωίνες |
γενική | της | ηρωίνης | των | (ηρωινών) |
αιτιατική | την | ηρωίνη | τις | ηρωίνες |
κλητική | ηρωίνη | ηρωίνες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηρωίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηρωίνη θηλυκό
- ισχυρό οπιοειδές αναλγητικό, ονομασία της Bayer για την διαμορφίνη