ηρωοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηρωοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ηρωοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ηρωοποιούμαι αόρ.: ηρωοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ηρωοποιημένος

  1. με αναγάγουν σε ήρωα, ενώ είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος
  2. με αναγάγουν σε κάτι ηρωϊκό ενώ δεν είχα τέτοια στοιχεία (για καταστάσεις, ενέργειες)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]